απετάλωτος

απετάλωτος
-η, -ο
(για τα υποζύγια) ο δίχως πέταλα, αυτός που δεν τον έχουν πεταλώσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απετάλωτος — η, ο (για ζώα), αυτός που δεν πεταλώθηκε: Το άλογο ήταν ακόμη απετάλωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 …   Dictionary of Greek

  • ακαλίγωτος — η, ο 1. αυτός που δεν καλιγώθηκε, απετάλωτος: Το άλογο είναι ακόμη ακαλίγωτο. 2. αυτός που δεν παγιδεύτηκε: Έννοια σου και δεν τον άφησε κι αυτόν ακαλίγωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”